ξαλαφρώνω

ξαλαφρώνω
ξαλάφρωσα, ξαλαφρώθηκα, ξαλαφρωμένος
1. μτβ., ελαττώνω το βάρος, ελαφρώνω: Πρέπει να ξαλαφρώσεις το ζώο λίγο από το φορτίο του.
2. αμτβ., μειώνεται το βάρος που έχω πάνω μου: Ρίξαμε το εμπόρευμα στη θάλασσα και ξαλάφρωσε το καράβι.
3. μτφ., ανακουφίζω και ανακουφίζομαι: Του το είπα και ξαλάφρωσα (ανακουφίστηκα).
4. για άρρωστο, βελτιώνεται η υγεία του: Του πήραμε αίμα και ξαλάφρωσε.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ξαλαφρώνω — ξαλαφρώνω, ξαλάφρωσα, ξαλαφρωμένος βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξαλαφρώνω — και ξελαφρώνω 1. μειώνω το βάρος, ελαφρύνω κάτι 2. γίνομαι ελαφρότερος («ξαλάφρωσε το πλοίο») 3. ανακουφίζω, ελαφρώνω 4. ανακουφίζομαι («θα σού τά πω να ξαλαφρώσω») 4. (για ασθενή) βελτιώνεται η υγεία μου, είμαι καλύτερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ… …   Dictionary of Greek

  • ανακουφίζω — (Α ἀνακουφίζω) 1. λιγοστεύω το βάρος κάποιου πράγματος, ελαφρώνω, ξαλαφρώνω 2. σηκώνω, ανασηκώνω νεοελλ. Ι. ενεργ. 1. ελαφρώνω κάποιον από τα βάρη του, τις υποχρεώσεις ή τις οικονομικές δυσχέρειες, συντρέχω, βοηθώ, ενισχύω 2. απαλλάσσω κάποιον… …   Dictionary of Greek

  • αναπαύω — (Α ἀναπαύω και ποιητ. και ιων. ἀμπαύω) Ι. ενεργ. 1. απαλλάσσω κάποιον από τους κόπους, δίνω ανάπαυση, ξεκουράζω 2. ανακουφίζω, καταπραΰνω, ξαλαφρώνω 3. σκοτώνω κάποιον, τόν «βγάζω απ’ τη μέση» ΙΙ. μέσ. 1. διακόπτω σωματική ή πνευματική εργασία… …   Dictionary of Greek

  • ανασαίνω — (Μ ἀνασαίνω) 1. αναπνέω 2. μτφ. διακόπτω για λίγο την εργασία μου, ξεκουράζομαι 3. μτφ. ανακουφίζομαι ψυχικά, ξαλαφρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανεσαίνω < άνεσις, αναλογικά προς τα ρ. σε αίνω (πρβλ. ξηραίνω, θερμαίνω, λευκαίνω κ.ά.). Κατ’ άλλη άποψη… …   Dictionary of Greek

  • απολαφραίνω — (Μ ἀπολαφραίνω) ξαλαφρώνω …   Dictionary of Greek

  • εκκουφίζω — ἐκκουφίζω (Α) 1. ανυψώνω, εξαίρω 2. (για πλοίο) σηκώνω την άγκυρα 3. (παθ. ἐκουφίζομαι) (για το σώμα) ανακουφίζομαι, ξαλαφρώνω …   Dictionary of Greek

  • εξαλαφρώνω — και εξελαφρώνω και ξαλαφρώνω [αλαφρώνω] ανακουφίζω …   Dictionary of Greek

  • καθυγραίνω — (AM καθυγραίνω) [κάθυγρος] υγραίνω κάτι εντελώς, εμποτίζω, μουσκεύω («τῆς δὲ χώρας ἡ πολλή συνηρεφὴς οὖσα... καὶ ἑλώδης ἀεὶ καθύγρανε αὐτούς», Πλούτ.) μσν. μέσ. καθυγραίνομαι σβήνω τη δίψα κάποιου αρχ. 1. μεταβάλλω κάτι σε υγρό, υγροποιώ,… …   Dictionary of Greek

  • ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”